οργανοσκοπικός

οργανοσκοπικός
-ή, -ό [οργανοσκοπία]
αυτός που αναφέρεται στην οργανοσκοπία.
επίρρ...
οργανοσκοπικώς και -ά
με οργανοσκοπικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”